Αν και πολύγλωσσος ων λέω για
μια και φορά να επιστρέψω στις ρίζες μου και θα θυμηθώ τα νιάτα μου στο χωριό,
όπου έζησα σαν «παγουράς» μέχρι τα 18 μου χρόνια!! Μετά, τι να κάνουμε,
μερικούς μας έταξε η μοίρα να είμαστε μονίμως «ξένοι», στον τόπο μας, μετά από
30 χρόνια υπηρεσίας σε όλα τα χωριά και τις κωμοπόλεις της Πατρίδας. Άλλοι δεν
πρόκαμαν και έφυγαν νωρίς, ή μάλλον τους έδιωξαν κακήν κακώς!
-«Τι χαλεύεις εδώ στον τόπο
μου», μου είπε και με χούγιαξε ο γιωτάς!
Με γκαιντάρισε λίγο άγρια σαν γρεντζούνι
(σαν καλικάντζαρος) η ζιάπα (ο άσχημος βάτραχος) και φώναξε!
-«Βάγειρε (φύγε) κι άχνα μη βγάλεις»!
Α ωρε; (σοβαρά;;;)
Με απείλησε ο ντάτσκος (ο χωριάτης); Αυτός ορέ που τόχει ντιπ χαμένο, ο ζουρλός;
Έτσι που κάνει σαν μαξιουμι (μικρό
παιδί) σκέφτηκα ότι σιούρησε ο σιούτος
(ο ανήμπορος)!
Τώρα άμα
σε πει μπανταλό (χαζό) ο ζουρλός πιάνεται; Εγώ τι να κάνω τώρα; Να σκιαχτώ ή τα πήρε τα χάπια τ; Να του παίξου
μούκας (αμίλητος- σιωπηλός) μην είναι
θκοτ (δικό του) ετούτο το μαντρί ή να βάλω το σκουγμό (κλάματα) σαν να σκιάζομαι
και να κάνω χαβαλέ ο μπανταλός;
Μπα π' να σ' ειχε βαρέσ' το
τσιόκαλο ορέ χουριάτ νταβραντζμένε!
Είναι και
γκασμάς (εκτός πραγματικότητας) το ξουπαρμένο το γκαφάλι (χαμένο κορμί) κι άμα
τον πετύχω πθενα θα αρχίσει να γκυλιέται και να σβαρνιέται καταγής σαν το κοκόρι
που το σφαζνε για να κάνει αντράλα και να γλυτώσει το μούτεμα!! Θυμάστε τότες
που τον ζιάπωσαν (συνέλαβαν) οι λιμενικοί τη ζιάπα (τον βάτραχο); Ξέρετε πως έκανε ο κλασομπανιέρας
(φοβητσιάρης); Ζβαρνιόταν λες κι τον μούτεψαν στο ξύλο και τούφυγε η μαγκιά στο
λεπτό. Δε με στρέει (συμφέρει) έτσι είπε. Ε ρε καφταν μερεμετ (χοντρό ξύλο) που
του χρειάζονταν! Αλλά σκιαχκαν (φοβήθηκαν) οι ανθρώποι μη ζαβλακωθεί (μη το χάσει) κι άλλο και δεν τον
περίλαβαν.
Το κλαπέτο (μυαλό) τουχει βαγείρει
(φύγει) από καιρό και τον έχει κόψει τον άλσο αλλά και πάλι δεν κοτάει (τολμάει)
να σιμώσει. Άσε που άμα τον γλιεπεις (βλέπεις) να κουσιεύει (τρέχει) λες: που γκιορεύει
(γυρνάει στα χαμένα), που γκιζεράει, που αρεντεύει (γυρνάει άσκοπα) και που παένει
(πηγαίνει) έτσι ζβάρα, ο τζερεμές ο ζουμπάς; Για βρούβες (στα χαμένα) παένει;
Αμ εκείνο το ματ (μάτι); Άμα σε κοζιάρει (δει), σε γκαιντάρει (κοιτάξει
επίμονα) και λες ντενουάρ τον μάζωξε πάλι (πολλά νεύρα έχει ή πήρε ανάποδες) ή
μονίμως έτσι τηράει ο σαλαισμένος (αυτός που τάχει χαμένα); Λες κι είναι κόκαλο
(μεθυσμένος), ντιπ φλοέρας (τελείως σουρωμένος), λες και τ πήρες τίποτα θκοτ (δικό του) κάνει!
Όταν ήταν
μεγάλος κι τρανός μπέχο (τζάμπα) την έβγαζε παντού ου τζες (ο μάγκας). Ψίχα
ντροπή δεν είχε! Δε ματσιάλησε (μασούλησε) λέει, κι η βλιώρα (βρώμα) δεν τον
ακούμπησε. Εεεε! Τσώπα! Μας ακούν! Γρι (χαμπάρι)
δεν πήραμαν νομίζεις; Μπιτ (τελείως)
χαζούς μας περνάς; Πρώτα σ' βγαίν' η ψχή
και μετά το χούι.
Ζάρκος (γυμνός)
ντιπ μπλέτς (ολόγυμνος) ήσουνα είπαν και τώρα τον έμασες τον μπερντέ. Ε, ε, ε!
(Εντάξει)! Μπιστόβλιακος (λαίμαργος) δεν ήσουνα ντιπ για ντιπ (τελείως τελείως)
αλλά ξεχνάς πότε στανιάρησες (πήρες τα πάνω σου) και γίνηκες με έχος
(περιουσία). Δεν είπαμαν ότι χλαπάκιασες (καταβρόχθισες) τον αγλέουρα αλλά μη
μας φλομώνεις με παντζιάρια και τριάρια (με κατασκευάσματα της φαντασίας και
ψέματα) ότι έφκες γκαβός ορε τζιαμπούνα (άφραγκος μωρέ φωνακλά)! Ταγάρας δεν είσαι και σ κόβει η γκλάβα (το
μυαλό)! Στο κάτω κάτω θα μου πεις, άμα δεν ξέρεις να τσιαλεύεις ψίχα στη ζούλα (να
τα μαζεύεις λίγο διακριτικά) κάτσε σπίτι.
Υ.Σ
1. Τα ε;
και α; στην αρχή είναι επιφωνήματα στα Γιαννιώτικα που σημαίνουν «συγνώμη δε κατάλαβα; ορίστε; πως είπατε;»
2.
Παρεμπιπτόντως το κείμενο το μετέφρασα «κάπως» και στα «Ελληνικά» μήπως και το καταλάβει ο αποδέκτης!!! Μπορώ να το μεταφράσω ακόμη και στα Αγγλικά
και στα Ιταλικά και στα Αλβανικά!! Εκεί σταματάνε οι γνώσεις μου!!! Αλλά μπα!!!
Δώρον άδωρον θα ήταν!!! Οι γνώσεις του ούτε για την Ελληνική δεν επαρκούν!!!
Αφιερωμένο εξαιρετικά σε κάποιον που
πρόσφατα με αποκάλεσε «μπανταλό»!!
Κωστάρας Σταύρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου